Ο Λάρυγγας μετά την Ακτινοθεραπεία


Η ακτινοθεραπεία χρησιμοποιείται σήμερα στην αντιμετώπιση του καρκίνου του λάρυγγα, είτε ως μεμονωμένη θεραπεία ή συμπληρωματικά με χημειοθεραπεία, ανάλογα του σταδίου του όγκου, σε μια προσπάθεια διατήρησης του οργάνου του λάρυγγα.

Οι αλλοιώσεις που ακολουθούν την ακτινοθεραπεία ονομάζονται μετακτινικές και διακρίνονται σε πρώιμες και όψιμες ανάλογα με το εαν εμφανιστούν σε διάστημα μικρότερο ή μεγαλύτερο των 3 μηνών μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.

Οι πρώιμες μεταβολές περιλαμβάνουν το οίδημα, την ευθρότητα, τη νέκρωση ιστών, τις παχύρευστες κολλώδεις εκκρίσεις και ενίοτε την αιμορραγία
τα οποία προκαλούν δυσφωνία – διαταραχές φωνής, δυσφαγία – διαταραχές κατάποσης, άλγος και ενίοτε απόφραξη του ανωτέρου αναπνευστικού.
Οι μεταβολές αυτές αποκαθίστανται σχεδόν πλήρως σε διάστημα ολίγων μηνών μετά τη θεραπεία.

Οι όψιμες μεταβολές, προκαλούνται από βλάβη των αγγείων και τη δημιουργία ίνωσης. Οι μεταβολές αυτές είναι προοδευτικές και μη αναστρέψιμες.
Η καταστροφή των αγγείων προκαλεί ισχαιμία και υποξία των ιστών.
Κλινικά εμφανίζεται προοδευτικό οίδημα, μυική ίνωση – μυϊκή αδυναμία, καθήλωση κριακαρυτενοειδούς άρθρωσης του λάρυγγα, νέκρωση ιστών, περιχονδρίτιδα που ενίοτε οδηγεί σε νέκρωση των χόνδρων και σχηματισμός συριγγίων.
Τα παραπάνω προκαλούν διαταραχές στην κίνηση των φωνητικών χορδών, άλγος, απόφραξη αεραγωγού με ανάγκη τραχειοστομίας και σημαντική δυσφαγία.

Ταξινόμηση Αλλοιώσεων ανάλογα με Εφαρμοζόμενες Θεραπείες

1ου Βαθμού: Ελαφρά βραγχνάδα και ξηρότητα στόματος – φάρυγγα, βήχας, μικρό οίδημα αρυταινοειδών και τηλεαγγειεκτασίες.

2ου Βαθμού: Μέτρια βραγχνάδα και ξηρότητα στόματος – φάρυγγα, αντανακλαστική ωταλγία, άλγος φάρυγγα που δεν απαιτεί ισχυρά παυσίπονα, βήχας που χρειάζεται αποχρεμπτικά, μέτριο οίδημα και ερυθρότητα αρυταινοειδών, μικρή υποκινησία των φωνητικών χορδών.

3ου Βαθμού: Σοβαρή βραγχνάδα με δύσπνοια, ψιθυριστή ομιλία, άλγος που χρειάζεται ισχυρά παυσίπονα, μέτρια οδυνοφαγία και δυσφαγία, έντονο οίδημα, δερματικές αλλοιώσεις στο πρόσθιο τμήμα του λαιμού, σοβαρή υποκινητικότητα ή μονόπλευρη καθήλωση φωνητικής χορδής.

4ου Βαθμού: Αναπνευστική δυσχέρεια – δύσπνοια με συριγμό, αιμόπτυση, σοβαρό άλγος και οδυνοφαγία, απώλεια βάρους, αφυδάτωση, νέκρωση χόνδρων λάρυγγα, δημιουργία συριγγίου, έντονη κακοσμία, εμπύρετο, σοβαρές δερματικές βλάβες στο πρόσθιο τμήμα του λαιμού, απόφραξη λάρυγγα λόγω οιδήματος.

Οι μετακτινικές αλλοιώσεις 1ου και 2ου Βαθμού μπορούν να αντιμετωπιστούν στα πλαίσια του εξωτερικού ιατρείου.
Εκείνες του 3ου Βαθμού χρειάζονται επιθετική αντιμετώπιση για πρόληψη των λοιμώξεων και της εξέλιξης της βλάβης του λάρυγγα. Δηλαδή νοσηλεία, θεραπεία με υγραντήρες, κορτικοστεροειδή, αντιμικροβιακά, αναστολείς αντλίας πρωτονίων και διατήρηση βατότητας αεραγωγού.
Ενώ του 4ου Βαθμού χρειάζονται ότι και του 3ου με επιπλέον τη διενέργεια τραχειοστομίας, γαστροστομίας ή και ολικής λαρυγγεκτομής για να επιτευχθεί ελεύθερος αεραγωγός και φυσιολογική κατάποση χωρίς τον κίνδυνο εισροφήσεων και αναπνευστικών λοιμώξεων.

Διάφορες δοκιμές με υπερβαρικό οξυγόνο (το οποίο βελτιστοποιεί την επούλωση) έχουν παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των μετακτινικών αλλοιώσεων, αλλά απαιτούνται περαιτέρω μελέτες σχετικά με την επίδραση στην πάθηση του καρκίνου του λάρυγγα.

Σημαντικό κεφάλαιο συζήτησης αποτελεί η υποτροπή της κακοήθειας μετά από την ακτινοθεραπεία και η διάκριση των μετακτινικών αλλοιώσεων από εκείνες της υποτροπής. Και αυτό επειδή τα ποσοστά υποτροπής μπορούν να αγγίξουν το 50 %, ενώ οι μετακτινικές αλλοιώσεις έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την εικόνα της υποτροπής.

Αρωγός στη διάκριση είναι η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων – PET που έχει αποδειχτεί ανώτερη της κλασσικής αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας, ειδικά εάν πραγματοποιηθεί σε διάστημα μεγαλύτερο των 3 μηνών μετά την ολοκλήρωση της ακτινοθεραπείας.
Η τομογραφία PET μπορεί να βοηθήσει στην απόφαση για διενέργεια νέας χειρουργικής βιοψίας από ύποπτες περιοχές.

Σημαντικό ρόλο έχει και η κλινική εξέταση, όπου η παραμονή προϋπάρχουσας δυσκινησίας φωνητικής χορδής και μετά το πέρας της ακτινοθεραπείας αποτελεί ισχυρή ένδειξη αποτυχίας της θεραπείας.

Στις περιπτώσεις παραμονής του όγκου μετά από ακτινοθεραπεία ή υποτροπής του όγκου εφαρμόζεται χειρουργική λαρυγγεκτομή που αποτελεί την τελευταία γραμμή διάσωσης. Μετεγχειρητικά τα ποσοστά επιβίωσης μπορεί να αγγίξουν και το 90 %.