Για την αρχική διάγνωση της εκκριτικής ωτίτιδας θα
πρέπει να χρησιμοποιείται η πνευμωτοσκόπηση.
Η τυμπανομετρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
επιβεβαίωση της ωτίτιδας.
Στα υγιή ασυμπτωματικά παιδιά δεν συνιστώνται τα προγράμματα
προσυμπτωματικού ελέγχου.
Θα πρέπει να καταγράφονται η θέση (μονόπλευρη, αμφίπλευρη),
η διάρκεια της παρουσίας υγρού και η παρουσία και η σοβαρότητα των συνοδών
συμπτωμάτων σε κάθε έλεγχο του πάσχοντος παιδιού.
Όπως η διαλείπουσα ωταλγία που ίσως δημιουργεί
ευερεθιστότητα, τράβηγμα αυτιού, και διαταραχές ύπνου,
το αίσθημα πληρότητας – βουλώματος του αυτιού,
οι ήχοι ‘σταγόνας που σκάει’,
η αδυναμία των παιδιών να ανταποκριθούν στις φωνές
και να μην στρέφονται με ακρίβεια προς την προέλευση του ήχου,
η φαινομενική αφηρημάδα, οι μεταβολές συμπεριφοράς,
η μη ανταπόκριση όταν τους απευθύνονται με τη
συνηθισμένη ένταση φωνής,
η υπερβολική ένταση ήχου στην τηλεόραση.
Επίσης τα υποτροπιάζοντα επεισόδια οξείας μέσης ωτίτιδας
με παραμονή υγρού μεταξύ των επεισοδίων,
τα προβλήματα απόδοσης στο σχολείο,
τα προβλήματα ισορροπίας και η καθυστέρηση ανάπτυξης
της κινητικής λειτουργίας,
καθώς και η καθυστέρηση στην ομιλία και το λόγο.
Θα πρέπει να αναγνωρίζονται τα παιδιά με εκκριτική
ωτίτιδα που διατρέχουν κίνδυνο καθυστέρησης λόγου και ομιλίας ή μαθησιακών
δυσκολιών και να διακρίνονται από τα υπόλοιπα παιδιά με εκκριτική ωτίτιδα ενώ
θα πρέπει να εκτιμάται και η ανάγκη παρέμβασης.
Τα παιδιά με εκκριτική ωτίτιδα θα πρέπει να
παρακολουθούνται προσεκτικά για διάστημα 3 μηνών από την αρχική εμφάνιση του
υγρού ή από τη στιγμή της πρώτης διάγνωσης.
Εώς το 90 % των περιπτώσεων, το υγρό υποχωρεί αυτόματα
σε διάστημα 3 μηνών, ειδικά εάν προέρχεται από επεισόδιο οξείας μέσης ωτίτιδας.
Τα αντισταμινικά και τα αποσυμφορητικά δεν επιδρούν
στην εκκριτική ωτίτιδα και η χορήγησή τους δεν συνιστάται.
Τα αντιμικροβιακά και τα κορτικοστεροειδή δεν έχουν
μακροχρόνια επίδραση στην πορεία της νόσου και δεν συνιστώνται για όλες τις
περιπτώσεις.
Συνιστάται έλεγχος ακοής σε παραμονή του υγρού για
περισσότερο από 3 μήνες, ή εαν διαπιστωθούν καθυστέρηση στην ανάπτυξη ομιλίας,
μαθησιακές δυσκολίες, ή υπάρχει υποψία σημαντικής βαρηκοΐας.
Τα παιδιά με εμμένουσα εκκριτική ωτίτιδα θα πρέπει
να ελέγχονται ανά διαστήματα 3 – 6 μηνών μέχρι να διαπιστωθεί η απορρόφηση του
υγρού, για εντοπισμό σημαντικής βαρηκοΐας (άνω των 30 dBHL) και αλλοιώσεων της τυμπανικής μεμβράνης ή του μέσου
ωτός (όπως για θύλακες εισολκής, οσταριακή διάβρωση, συμφυτική ατελεκτασία ή
ατροφία τυμπανικής μεμβράνης).
Στις περιπτώσεις αυτές ενδείκνυται η τοποθέτηση
σωληνίσκων αερισμού.
Κάθε παραπομπή του παιδιού σε Ωτορινολαρυγγολόγο,
Ακοολόγο ή Λογοθεραπευτή, θα πρέπει να συνοδεύεται από ιστορικό της διάρκειας
παρουσίας του υγρού και πληροφορίες σχετικά με επεισόδια οξείας μέσης ωτίτιδας
και ανάπτυξης του παιδιού.
Η ενδεικνυόμενη εγχείρηση αρχικής αντιμετώπισης
για την εκκριτική ωτίτιδα είναι η τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού.
Αδενοτομή πραγματοποιείται μόνο όταν υπάρχουν
συγκεκριμένες ενδείξεις, όπως η ρινική απόφραξη και η χρόνια αδενοειδίτιδα.
Σε περίπτωση επανεγχείρησης παραγματοποιείται
αδενοτομή συν μυριγγοτομή με ή χωρίς την τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού.
Η μεμονωμένη αμυγδαλεκτομή ή μυριγγοτομή δεν έχουν
ένδειξη για τη θεραπέια της εκκριτικής ωτίτιδας.
Δεν υπάρχουν μελέτες σχετικά με τις μεθόδους της
εναλλακτικής ιατρικής για την αντιμετώπιση της εκκριτικής ωτίτιδας.
Δεν υπάρχουν συστάσεις σχετικά με την αντιμετώπιση
της αλλεργίας για τη θεραπεία της εκκριτικής ωτίτιδας.