Αποτελεί μια ιατρογενή διαταραχή που χαρακτηρίζεται
από υποκειμενικό αίσθημα κακής ρινικής αναπνοής.
Χαρακτηριστικά υπάρχει ιστορικό προηγούμενης εγχείρησης
στις ρινικές κόγχες ενώ διαγνωστική είναι η βελτίωση των συμπτωμάτων με τη δοκιμασία
τοποθέτησης υγρού βάμβακος που καλύπτει το έλλειμμα και ανακατευθύνει τον αέρα.
Άλλα συμπτώματα αποτελούν η ξηρότητα του βλεννογόνου,
η παράδοξη ρινική απόφραξη, το ρινικό άλγος ή το άλγος στο πρόσωπο, η κεφαλαλγία
κατά την εισπνοή, η ρινική καταρροή και οι οπισθορρινικές εκκρίσεις.
Η Συντηρητική αντιμετώπιση είναι παρόμοια με εκείνη
της ατροφικής ρινίτιδας και περιλαμβάνει ρινοπλύσεις με φυσιολογικό ορό ή με διάλυμμα
οξυζενέ 3 % – ύδατος (1 μέρος οξυζενέ – 2 μέρη ύδατος),
χρήση ρινικών λιπαντικών όπως την ενστάλαξη
σησαμέλαιου και ενυδατικών αλοιφών, και ενίοτε τη ρινική απόφραξη.
Αντίθετα όμως με την ατροφική ρινίτιδα στο σύνδρομο
κενής μύτης η αποτελεσματικότητα είναι περιορισμένη.
Η Χειρουργική αντιμετώπιση έχει στόχο την ανασύσταση
της εσωτερικής ρινικής ανατομίας, τον περιορισμό του μεγέθους του αεραγωγού για
να δημιουργηθεί ρινική αντίσταση η οποία διατηρεί τη ρινική υγρασία, την αναγέννηση
του ρινικού βλεννογόνου και τη βελτίωση αιμάτωσης της ρινικής κοιλότητας.
Για το λόγο αυτό έχουν δοκιμαστεί διάφορα μοσχεύματα,
όπως οστά, χόνδροι, μύες, λίπος, ορισμένα συνθετικά βιολογικά υλικά και κάποια ενέσιμα
υλικά. Μελέτες δείχνουν ότι τα καλλίτερα αποτελέσματα προέρχονται από τις
περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκε χόνδρος, ο οποίος λαμβάνεται είτε από το ρινικό
διάφραγμα, ή το πτερύγιο του αυτιού ή από τις πλευρές του θώρακα.